Τι σημαίνει ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ σήμερα;

Τα απλά ερωτήματα είναι και τα πιο δύσκολα, καθώς συνήθως άπτονται της ουσίας ενός προβλήματος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1991 μετά την εντυπωσιακή κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αναρωτήθηκε για το τι μπορεί να σημαίνει πλέον ο Σοσιαλισμός

Δυο πράγματα  έρχονται στο νου μου διαβάζοντας τις γραμμές   που γράφτηκαν περισσότερο από 20 χρόνια πριν:  Η σημερινή επικαιρότητα του μοντέλου που περιέγραψε γενικά ο Ανδρέας τότε, καθώς και η αδυναμία αντίστοιχων προσπαθειών στις μέρες μας να ξεχωρίσουν 5-10 βασικά χαρακτηριστικά - κλειδιά του ζητήματος.

Ένα μοντέλο που έχει σε υψηλή προτεραιότητα την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, μια που η εν λόγω σοσιαλιστική οικονομία (κοινωνία) θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Μια οικονομία, που διορθώνει την αγορά κατανέμοντας δίκαια το εισόδημα και αντιμετωπίζει ριζικά την ανεργία, χρησιμοποιώντας όμως συμβατές με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό αντιπληθωριστικές οικονομικές πολιτικές. Επίσης , η οικονομία αυτή πρέπει να είναι σε θέση να διορθώνει την αγορά σε σχέση με το περιβάλλον, που αναμένει με το πέρασμα του χρόνου να αντιμετωπίσει αυξημένα προβλήματα.

Πιστεύει ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι οι βασικοί δημόσιοι κοινωφελείς οργανισμοί θα πρέπει να ανήκουν στο Δημόσιο Τομέα, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ενέργεια και τις επικοινωνίες, ενώ θίγει το ζήτημα της εν γένει  οικονομικής αποτελεσματικότητας της κρατικής παρέμβασης, συζητώντας σχετικές κατευθύνσεις  για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Η δημοκρατική κοινωνία, η φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι απόλυτη προτεραιότητα μιας σοσιαλιστικής πολιτείας, η οποία επίσης οφείλει να εγγυάται ίση πρόσβαση στην πληροφόρηση για όλους τους πολίτες.

Ορίζει επιπλέον την ειδοποιό διαφορά των μοντέλων που προτείνει σε σχέση με το γνωστό κράτος πρόνοιας  ως την  παρουσία σχεδιασμού, μιας διαδικασίας αποκεντρωμένου και δημοκρατικού προγραμματισμού. Μιας διαδικασίας  συμβατής  με το μικτό χαρακτήρα της οικονομίας, με έντονα περιφερειακά και αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά, στην οποία το κράτος έχει στρατηγικό χαρακτήρα.

Ιδιαίτερα επίκαιρος σήμερα είναι ο μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων που προτείνει να σχηματιστεί, μια που θεωρεί βέβαιες τις επερχόμενες σοβαρές κρίσεις του καπιταλισμού, αξιοποιώντας τη λογική του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων. 

Τέλος, "πετάει τη μπάλα" στα Ευρωπαϊκά Σοσιαλιστικά κόμματα που θεωρεί οτι εν όψει της επερχόμενης ένωσης οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν στη διαμόρφωση μιας νέας σοσιαλιστικής πολιτικής,  αναζητώντας την οικονομική σύγκλιση των χωρών μελών, στοχεύοντας στην Κοινωνική Ευρώπη  και καταπολεμώντας το δημοκρατικό έλλειμμα μέσω της ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.

Βεβαίως, αν κάποιος προσπαθήσει εν έτη 2015 να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα ακολουθώντας περίπου τους ίδιους δρόμους ανάλυσης με τον Ανδρέα πολύ πιθανόν να έφτανε σε άλλα συμπεράσματα, ίσως αισθητά διαφορετικά. Σίγουρα η τεχνολογική βάση έχει εξελιχθεί (π.χ το φαινόμενο του διαδικτύου αναπτύχθηκε αργότερα κ.α), οι γεωπολιτικές συνθήκες επίσης έχουν αλλάξει (Η Κίνα λ.χ απουσιάζει εντελώς από την ανάλυση του Α.Π.) αλλά οι βασικές ορίζουσες πιστεύω ότι παραμένουν σταθερές.

Επιπλέον η ανάγκη να συζητήσουμε για το τι σημαίνει Σοσιαλισμός σήμερα, ίσως είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ξεκινώντας από την τελευταία παραίνεση του Ανδρέα Παπανδρέου προς τα Ευρωπαϊκά κόμματα, είναι φανερό ότι εκείνα απέτυχαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες να χαράξουν μια αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική έναντι των κυρίαρχων καπιταλιστικών δογμάτων.

Σε όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης και στην Ελλάδα πολύ περισσότερο, η συζήτηση πρέπει να αρχίσει. Μια συζήτηση που δεν πρέπει να κοπεί στα στενά μέτρα των κομματικών επιδιώξεων αλλά να έχει ευρύτερη στόχευση. Γιατί αυτό που έχει περισσότερη σημασία, είναι εκεί κάπου στο 2040 οι σοσιαλιστές να κοιτάξουν πίσω και να δουν ότι κάποια στιγμή ξαναβρήκαμε το βήμα του αγώνα και χαράξαμε νέες νικηφόρες πορείες.


Σε μια τέτοια προοπτική, η σκέψη και το έργο του Ανδρέα Παπανδρέου αποτελούν πολύτιμο εφόδιο για όλους όσους θέλουν να αποκαλούνται σύντροφοι.

Ψευδεπίγραφα Ερωτήματα - Πραγματικές Συνέπειες

Η κυβέρνηση αντί να πει ΟΧΙ στο σχέδιο των τριών θεσμών/τρόικα και να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις μέχρι την Τρίτη 30 Ιουνίου που εκπνέει το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, διέκοψε τις συζητήσεις ζητώντας από την Ελληνική Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την Κυριακή 5 Ιουλίου, με το ερώτημα αν εγκρίνεται ή όχι το σχέδιο απόφασης των θεσμών  που υπήρχε στο τραπέζι την Παρασκευή 26 Ιουνίου (μαθαίνουμε σήμερα ότι δεν ήταν και το τελευταίο). Ταυτόχρονα δε, ξεκίνησε μια εκστρατεία υποστήριξης του ΟΧΙ.

 Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι το δημοψήφισμα αποτελεί διαπραγματευτικό χαρτί και ως τέτοιο προσπάθησε να το αξιοποιήσει κος Βαρουφάκης στο Eurogroup ζητώντας αλλαγές στο σχέδιο απόφασης , προφανώς στην κατεύθυνση του Ελληνικού «μείγματος»  των 8 δις μέτρων για 2015-2016 που έχει προτείνει η κυβέρνηση με την υπογραφή του πρωθυπουργού, ώστε να αλλάξει η προτροπή της συγκυβέρνησης προς το λαό από ΟΧΙ σε ΝΑΙ.

Ένα δημοψήφισμα που θα πει ΝΑΙ ή ΟΧΙ, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος γιατί δεν κατάφερε ο υπουργός να πάρει παράταση, είτε σε μια συμφωνία που θα γίνει μέχρι την Τρίτη – για να μην το αποκλείουμε - και θα έχει την έγκριση της κυβέρνησης, είτε όπως είναι και το πλέον πιθανό, σε ένα σχέδιο συμφωνίας που δεν υπάρχει πλέον.

Προκύπτουν αμέσως μια σειρά παρατηρήσεων και ερωτηματικών.
•             Σε κάθε περίπτωση η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μετά από 5 μήνες διαπραγματεύσεων που έκανε αποκλειστικά μόνη της, δεν θέλει να πάρει την ευθύνη για ένα τελικό ΝΑΙ ή  ΟΧΙ αλλά μεταθέτει την ευθύνη στον Ελληνικό Λαό.
•             Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα δώσει στο ελληνικό λαό να αποφασίσει για τα αποτελέσματα μιας διαπραγμάτευσης υπό τη μορφή απόφασης, αλλά για την αποτυχία της διαπραγμάτευσης την οποία χρεώνει σε όλους τους άλλους εκτός από την ίδια. Παρεμπιπτόντως η αποτυχία απέχει σε όρους επώδυνων οικονομικών μέτρων ελάχιστα από την «επιτυχία», όπως έχουμε όλοι καταλάβει.
•             Αφού η συγκυβέρνηση ήθελε να μεταφέρει στους πολίτες την όποια τελική ευθύνη γιατί επέλεξε να το κάνει μετά τη λήξη του προγράμματος και σε συνθήκες χρεοκοπίας;

Είναι φανερό ότι  εκτός αν προκύψει ένα τραγελαφικό δημοψήφισμα με την κυβέρνηση να ζητάει το ΝΑΙ σε μια πρόταση που θα προκύψει μέχρι Τρίτη βράδυ (εύχομαι παρόλα αυτά να υπάρξει συμφωνία), τότε την Κυριακή 5 Ιουλίου 2015 θα επιδιώξει με ένα ΟΧΙ να «κλειδώσει το τιμόνι» σε μια πορεία που νομοτελειακά μας βγάζει εκτός Ευρώ.


Μας οδηγεί εκτός Ευρώ (ίσως και εκτός Ευρώπης) όχι λόγω του ψευδεπίγραφου ερωτήματος, αλλά γιατί ένα ΟΧΙ θα δώσει στην πραγματικότητα ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση που διαρκώς επιβαρύνει την οικονομική κατάσταση της χώρας, δεν εξασφαλίζει χρηματοδότηση για τις ανάγκες του κράτους και  βεβαίως, δεν αντιλαμβάνεται ως επωφελή την γεωπολιτική συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.    

Ενότητα για μια Νέα Αρχή

Η εκλογή του/της επόμενου προέδρου του Πα.Σο.Κ συμπίπτει χρονικά με την κατάρρευση του παραλυτικού ψευδοδιλήμματος Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο,  που φόρτωσε και φορτώνει ακόμα επιπλέον βάρη στις πλάτες του Ελληνικού λαού. Τα μέλη, οι φίλοι και κάθε προοδευτικός πολίτης που ελεύθερα μπορεί να συμμετέχει (σύμφωνα με τις αποφάσεις) στην εκλογή, έχει να επιλέξει μεταξύ τριών πολύ αξιόλογων υποψηφιοτήτων.    

Μπορούμε να επιλέξουμε ή να απορρίψουμε απομονώνοντας και ανάγοντας κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υποψηφίων, στα άφθονα  θετικά ή αρνητικά στερεότυπα που κυκλοφορούν. Στερεότυπα με βάση την ηλικία, το φύλο, την καταγωγή κ.α.

Είναι ο εύκολος και συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο  είμαστε όλοι εξοικειωμένοι , αλλά καταλήγει συνήθως σε άγονες μάχες χαρακωμάτων που δεν αντέχουμε πλέον, ούτε στο Πα.Σο.Κ ούτε στην κοινωνία.

Ο άλλος δρόμος είναι να αξιολογήσουμε πολιτικά τους υποψηφίους με βάση τις απόψεις – προτεραιότητες που εξέφρασαν στο συνέδριο , τη γενικότερη δημόσια παρουσία τους και φυσικά τη σύμπτωση με τις δικές μας πεποιθήσεις.

Με βάση αυτή τη λογική , την πολιτική λογική, θα ήθελα να εκφράσω τους λόγους που με οδηγούν στην υποστήριξη της Φώφης Γεννηματά για επόμενη πρόεδρο του Πα.Σο.Κ.

Καταρχήν πιστεύω ότι ο δρόμος που προτείνει η κ. Γεννηματά για τη μετεξέλιξη του Πα.Σο.Κ και τις συνεργασίες είναι ο πιο αποτελεσματικός. Ξεκινάμε από το Πα.Σο.Κ,  χωρίς λογικές απονενοημένης αυτοδιάλυσης ή απορρόφησης. Δεν διαγράφουμε το παρελθόν αλλά αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες μας, και κάνοντας ρήξη με τις δικές μας αρνητικές πλευρές γινόμαστε ο καταλύτης για τη δημιουργία της ευρύτερης δημοκρατικής συμπαράταξης.

Μια ευρύτερη συμπαράταξη που την προωθούμε συστηματικά στην κοινωνία, και η οποία  θα καταλήξει σε καταστατικό συνέδριο μετεξέλιξης όταν οι συνθήκες εγγυώνται την επιτυχία του εγχειρήματος.

Σε ότι αφορά ιδιαίτερα τη διαχείριση του Πα.Σο.Κ , πιστεύω πως το γεγονός ότι ουδέποτε απορροφήθηκε από την εσωκομματική εκλογική «μηχανική», είναι η καλύτερη εγγύηση ότι θα λειτουργήσει θεσμικά.  Θεωρώ λοιπόν ότι η δέσμευση της στην συλλογικότητα είναι πραγματική , ειλικρινής και θα προεδρεύσει ως «πρώτη μεταξύ ίσων».

Τέλος, θα ήθελα να σταθώ στη δημόσια παρουσία της. Εκτιμώ ότι έχει την ικανότητα να επικοινωνήσει  αποτελεσματικά  με τις κοινωνικές δυνάμεις που απομακρύνθηκαν από το Πα.Σο.Κ . Να εξηγήσει χωρίς ωραιοποιήσεις ή ψυχαναγκασμούς   τη βασική ορθότητα των επιλογών που έγιναν, αλλά επίσης  να αφουγκραστεί τις επιπτώσεις των σφαλμάτων και τις αγωνίες για τη μελλοντική πορεία του Πα.Σο.Κ και της χώρας μας.

Θεωρώ λοιπόν ότι η επιλογή της Φώφης Γεννηματά δημιουργεί καλές προϋποθέσεις για  πραγματική – ευρεία ενότητα και για μια νέα αρχή του κινήματος μας.  Αυτή την Κυριακή μπορούμε με την μεγάλη συμμετοχή μας , ανεξάρτητα από την επιλογή μας, να δώσουμε μια βαθιά ανάσα ζωής, στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα και τη δημοκρατική παράταξη. Ας το κάνουμε.     

Σκέψεις για μια «Αειφόρο» Σοσιαλδημοκρατία σε Ελλάδα & Ευρώπη

Σπύρος Ντ. Βρεττός

Σκέψεις για μια «Αειφόρο» Σοσιαλδημοκρατία
σε Ελλάδα & Ευρώπη 



Συμβολή στο Διάλογο
για το 10ο συνέδριο του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος



Tα μόνα που πρέπει να μείνουν όρθια στο Πα.Σο.Κ είναι ο Ήλιος και το όνομα του, και αυτό όχι λόγο κάποιας συναισθηματικής προσέγγισης - που δεν αρνούμαι προσωπικά-  αλλά επειδή εκείνο που έχει ανάγκη η χώρα μας σήμερα, δεν είναι αλλαγές περιτυλίγματος αλλά ουσίας, και τέτοιες πρέπει να προωθήσουμε σε ένα πολιτικό κίνημα που φιλοδοξεί να παραμένει κοινωνικά χρήσιμο.

Πιστεύω ότι η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία σε Ελλάδα και Ευρώπη οφείλει να θέσει στο επίκεντρο της δράσης της, την αειφόρο – βιώσιμη ανάπτυξη που αδυνατούν να προωθήσουν, παρά τις διακηρύξεις, οι διάφορες εκδοχές του καπιταλισμού παγκοσμίως.

Αδυνατούν, γιατί δεν είναι σε θέση να επιβάλουν αποφασιστικές αλλαγές οι οποίες να αγγίζουν τον πυρήνα της αντίδρασης, που συνθέτουν  οι  κοινωνικές ανισότητες και η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Παρά τις άφθονες Ελληνικές ιδιαιτερότητες, μέρος αυτού του προβλήματος είναι και η κρίση που βιώνουμε με δραματικό τρόπο στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Ο ελληνικός λαός έχει ανάγκη από την παρουσία ενός προοδευτικού πολιτικού φορέα αυστηρού με τον εαυτό του, που δεν κρύβει τα λάθη του αλλά μαθαίνει απ΄ αυτά. Ενός πολιτικού οργανισμού σε διαρκή αλληλεπίδραση με τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, που δεν εξαρτάται από την εξουσία για να αλλάξει την πραγματικότητα. Σε αυτή την κατεύθυνση βλέπω και την μετεξέλιξη-μεταρρύθμιση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος.

   

Το Δέντρο της Ελληνικής Κρίσης και το Δάσος της Παγκόσμιας Αστάθειας

Τίποτα  δεν πληγώνει περισσότερο την ιδεολογική μας ακεραιότητα απ’ ότι ο συμβιβασμός με την κοινωνική αδικία και το αίσθημα ότι έχουν  εγκαταλειφθεί  τα οράματα  και τα σχέδια μας, για μια δίκαιη κοινωνία. 

Κατηγορούμαστε ότι χάσαμε την ψυχή μας και επαναπαυθήκαμε στις δάφνες των περασμένων επιτυχιών, που καθιέρωσαν το κοινωνικό κράτος ως κεκτημένο δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών. Πολύ περισσότερο  σε χώρες της Ένωσης όπως η Ελλάδα,  που αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν αυστηρά προγράμματα προσαρμογής, η απόσταση μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών διακηρύξεων και πραγματικότητας φαντάζει αγεφύρωτη.   

Είναι όμως λάθος ως Έλληνες σοσιαλιστές και δημοκράτες να βλέπουμε τις εξελίξεις στην Ελλάδα απομονωμένα από το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι του οποίου είμαστε αναπόσπαστο μέρος. Σε ολόκληρο τον κόσμο οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται συστηματικά, ενώ η ασθενική συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανάπτυξη δεν επαρκεί για να διατηρηθεί η προσδοκία, ότι κάθε νέα γενιά θα ζει καλύτερα από την προηγούμενη.

Σε ότι αφορά την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, μπορούμε να μιλάμε για μια «χαμένη ευκαιρία», όταν ενώ βρισκόταν στο τιμόνι των περισσότερων χωρών της Ε.Ε  και όταν αυτή βρισκόταν σε φάση εύρωστης ανάπτυξης, δεν κατάφερε να συντονισθεί ώστε να ξεπεράσει τις εγγενείς ανισορροπίες σε Ευρώπη και Ευρωζώνη (Αντίθεση Βορρά – Νότου, Δημοκρατικό  Έλλειμμα, Περιοριστική  οικονομική πολιτική).   

Η παγκόσμια οικονομική κρίση που διανύουμε,  θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ευστάθειας και της βιωσιμότητας των σημερινών  οικονομικοπολιτικών  συστημάτων παραγωγής, στα καθιερωμένα (ΗΠΑ-Ε.Ε.–Ιαπωνία) και αναδυόμενα (B.R.I.C) κέντρα,  καθώς και στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας. 

Πρόκειται για συστήματα που παράγουν διαρκώς κρίσεις σε διαφορετική κλίμακα, ένταση και μορφή (οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική). Οι  μηχανισμοί της αγοράς δεν επαρκούν για την εξομάλυνση τους, ούτε για την κοινωνικά αποδοτικότερη αξιοποίηση των τεράστιων αποθεμάτων γνώσης, κεφαλαίων και υποδομών που έχουν συσσωρευτεί.

Η οικονομική αστάθεια αυξήθηκε καθώς τα παγκοσμιοποιημένα κεφάλαια των ώριμων δυτικών καπιταλιστικών χωρών, αναζητώντας γρήγορες και μεγάλες αποδόσεις συγκεντρώθηκαν στον χρηματοπιστωτικό – κερδοσκοπικό τομέα,  αντί να τροφοδοτήσουν την «πραγματική» οικονομία (εργασία - προϊόντα – υπηρεσίες).

Η κλιματική αλλαγή , η υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, οι συνθήκες ασφυξίας στις «πόλεις-μεγαθήρια» συνθέτουν το σκηνικό της περιβαλλοντικής κρίσης.  Ιδιαίτερα οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν την τάση να υποβαθμίζουν περισσότερο το περιβάλλον στο βωμό της οικονομικής μεγιστοποίησης.  Η διατροφική ανασφάλεια  όταν εκδηλώνεται με τη μορφή «διατροφικών βομβών», είναι το επιστέγασμα της σοβαρής διαταραχής στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον.  

Οι κοινωνική κρίση φανερώνεται στις αναπτυγμένες χώρες και την Ε.Ε.  με την ύπαρξη «νησίδων αθλιότητας» , την ανεργία , την περιθωριοποίηση και με ιδιαίτερη ένταση στις χώρες τις περιφέρειας, με τη μορφή της εκτεταμένης φτώχειας και της πείνας.  Επιπλέον, οι πολεμικές συγκρούσεις   καθώς και η θρησκευτική – εθνική μισαλλοδοξία, εξαναγκάζουν μεγάλα τμήματα πληθυσμού να επιλέξουν μεταξύ της εξαθλίωσης και της μετανάστευσης, όπως βλέπουμε να συμβαίνει και στην απέναντι πλευρά της Μεσογείου.

Περισσότερο ή λιγότερο όλοι διακηρύσσουν τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, που όλες οι επιστήμες μας λένε σήμερα πως είναι μια εφικτή δυνατότητα, αρκεί όμως αυτή να μην επηρεάζει την κατεστημένη λογική των κοινωνικών ανισοτήτων και της μακροχρόνιας περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Η σοβούσα  κρίση που εκδηλώθηκε 2009  φανέρωσε επιπλέον τις δομικές αδυναμίες του ευρωσυστήματος, και αναγκαστικά έστρεψε την Ευρώπη σε μια λογική ισχυρότερης ενοποίησης στον δημοσιονομικό και κυρίως στον τραπεζικό τομέα που βρέθηκε στο επίκεντρο του προβλήματος, ενώ και η πολιτική της Ε.Κ.Τ δείχνει να προσαρμόζεται σε μια περισσότερο αναπτυξιακή κατεύθυνση. 

Όμως η συντηρητική πλειοψηφία , πολιτική και κοινωνική, αφού εξανάγκασε την ένωση σε μια μονόπλευρη λιτότητα, «κορωνίδα» της οποίας ήταν τα προγράμματα Τρόικας – Θεσμών, αρκείται σήμερα σε χαμηλές στοχεύσεις  και «σίγουρα» βήματα, γύρω από την ενοποίηση  επιμέρους αγορών  (ενέργεια, επικοινωνίες, τράπεζες κ.α.) .

Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η ιστορική πρόκληση απαιτεί ένα νέο ρεύμα μεγάλων και ευρύτερων αλλαγών. Οι λαοί της Ευρώπης στέλνουν απελπισμένα μηνύματα, ενισχύοντας εθνολαϊκιστικά κόμματα και κινήσεις. Όμως η αναβίωση και άνθιση αντιδημοκρατικών πολιτικών ρευμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν είναι μονοσήμαντο αποτέλεσμα  της οικονομικής ύφεσης, αλλά συναντιέται με μια βαθύτερη απομάκρυνση του πολίτη από τη δημοκρατική πολιτεία , ως τρόπο ζωής εννοούμενη.

Για πολλά χρόνια οι δημοκρατικές διαδικασίες άφηναν αδιάφορο το μέσο ευρωπαίο πολίτη. Οι εκλογές  έμοιαζαν να αποτελούν μια τυπική νομιμοποίηση των αποφάσεων που είχαν συνδιαμορφώσει οι «ελίτ» του πλούτου,  του κράτους και της επιστήμης.
  
Σήμερα που η πολιτική αναδεικνύεται αναντικατάστατη για το ξεπέρασμα της κρίσης, οφείλουμε να δώσουμε δημοκρατικές διεξόδους και στόχους στους ευρωπαίους πολίτες

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την πολιτική, τεχνολογική και ιστορική δυνατότητα να αναπτύξει ένα νέο, ηγετικό σε παγκόσμια κλίμακα, πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης  η επιτυχία του οποίου θα σφραγίσει καθοριστικά τον 21ο αιώνα. 

Τα Σοσιαλδημοκρατικά  κόμματα μπορούν να ηγηθούν μιας τέτοιας προοπτικής, δικαιώνοντας την μακρόχρονη  παράδοση , τους αγώνες και τις παρακαταθήκες όλων των πολιτικών γενεών που συστρατεύθηκαν κάτω από τις αξίες του Σοσιαλισμού και της Δημοκρατίας.  
  
Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη είναι αντιμέτωπες με την πρόκληση της «αειφορίας». Αειφορία και ως προς τους στόχους για μια Βιώσιμη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη, αλλά και ως προς την ίδια τους την ικανότητα ως πολιτικοί οργανισμοί να βρίσκονται σε διαρκή , δημιουργική και παραγωγική σχέση με τις σύγχρονες κοινωνίες. 

Η αξιοποίηση των απεριόριστων πράγματι δυνατοτήτων της πληροφορικής και των επικοινωνιών, είναι το μέσο για την αναβάθμιση της δημοκρατίας και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αυτοσκοπό.  

Πολύ περισσότερο έχει να κάνει με την ενεργοποίηση δικτύων πολιτών , ανθρώπων που ανταποκρίνονται  στις πολιτικές διαστάσεις της καθημερινότητας τους, είτε είναι μαθητές, εργαζόμενοι , καταναλωτές ή παραγωγοί. 

Τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο, αλλάζοντας τη δομή και λειτουργία τους από ιεραρχικά –«μονολιθικά»,  σε δικτυακά – διαδραστικά αλλά και προωθώντας ρηξικέλευθες αλλαγές στα όργανα εκπροσώπησης και στις δομές των κρατών / Ε.Ε. Μπορούμε να αναζητήσουμε και να προωθήσουμε μεγάλους στόχους, όπως:

  • Η εγγύηση ενός ικανοποιητικού ελάχιστου επιπέδου ζωής που οφείλει να  είναι ένας βασικός στόχος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Ένα επίπεδο διαβίωσης μακριά από τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, με πρόσβαση στην απασχόληση, στη στέγαση, στο περιβάλλον, στην υγεία & στην παιδεία, στα ψηφιακά αγαθά.
  • Επαρκείς ελάχιστες αμοιβές και μείωση των μισθολογικών διαφορών , ίση αμοιβή για ίση εργασία, μεταξύ των διαφορετικών χωρών. Πλήρης κατάργηση διαφοροποιήσεων λόγω φύλου , καταγωγής κ.α.
  • Μέγιστο αποδεκτό επίπεδο ανεργίας ανά χώρα – μέλος  πάνω από το οποίο ενεργοποιούνται άμεσα μέτρα υποστήριξης της ανάπτυξης και της απασχόλησης. 
  • Κατάργηση όλων των φορολογικών παραδείσων εντός της Ε.Ε. Μείωση των φορολογικών αποκλίσεων από χώρα σε χώρα για πολίτες και επιχειρήσεις.
  • Υποχρεωτική διεξαγωγή τουλάχιστον ενός δημοψηφίσματος σε δημοτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια μιας θητείας.
  • Ρήτρες ακύρωσης μια απόφασης,  αν δεν έχει προηγηθεί η απαραίτητη διαβούλευση και ανάλογα με το επίπεδο εκπροσώπησης. 
  • Διευκόλυνση της εκκίνησης νομοθετικών πρωτοβουλιών με συγκέντρωση υπογραφών.
  • Crowdsourcing σε όλη την Ευρώπη για ένα νέο σχέδιο Ευρωσυντάγματος.
  • Συγκεκριμένοι και αδιαπραγμάτευτοι στόχοι για τη μετάβαση σε μια «Πράσινη» οικονομία βασισμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ψηφιακή τεχνολογία , την συμβατή με το περιβάλλον βιομηχανική παραγωγή.


Βεβαίως, ακόμα και αν αυτοί και άλλοι στόχοι δεν μπορούν να προχωρήσουν άμεσα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, οφείλουμε να τους προωθήσουμε σε κάθε χώρα ξεχωριστά ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν.

 «Ευφυές Κράτος» για Παραγωγική Ανασυγκρότηση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

Από όλες τις συλλογικές αποτυχίες που βιώνουμε ως Έλληνες τα τελευταία χρόνια, εκείνη που πληγώνει περισσότερο είναι η αδυναμία μας να ξεκινήσουμε έστω και έναν αμυδρό, θετικό και διατηρήσιμο  κύκλο ανάπτυξης.

Πολύ εύκολα μπορούμε να αποφύγουμε την επώδυνη αναζήτηση των αιτιών για αυτή μας την αδυναμία, επιρρίπτοντας την ευθύνη αποκλειστικά στον «ζουρλομανδύα» του μνημονίου και τις περιοριστικές πολιτικές που έχει επιβάλει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολιτικές του μνημονίου είναι τοξικές για την ανάπτυξη στην Ελλάδα και όπου αλλού εφαρμόζονται, όμως θα ήταν ένας ακόμα «στρουθοκαμηλισμός» από την μεριά μας αν δεν αναγνωρίζαμε, ότι  ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η οικονομία μας ουδέποτε είχε την ανάπτυξη  ως κυρίαρχο στόχο και σκοπό.

Είναι απολύτως ενδεικτικό το γεγονός ότι το εμπορικό ισοζύγιο, η διαφορά ανάμεσα σε εξαγωγές και εισαγωγές, ήταν αρνητικό για περίπου 50 χρόνια. Μισό αιώνα παραγάγαμε λιγότερα απ’ ότι καταναλώναμε!

Ανέπτυξε μάλιστα το έλλειμμα μια αυξητική δυναμική μετά την ένταξη μας στο Ευρώ, η οποία κορυφώθηκε λίγο πριν την αναγκαστική προσφυγή μας στο μνημόνιο. Επιπλέον δείγμα δηλαδή, της αδυναμίας να προσαρμόσουμε την παραγωγή μας στις αυξημένες απαιτήσεις της εποχής.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης που απολαμβάναμε κατά καιρούς,  ήταν παράπλευρη ωφέλεια μιας οικονομίας που βασιζόταν στην κατανάλωση, τις εισαγωγές, τον δανεισμό, την παραοικονομία και την κρατική σπατάλη.

Οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου ωθούνταν στο περιθώριο άμεσα ή έμμεσα, καθώς οι συμβατικοί και ορθολογικοί τρόποι επένδυσης και συμπεριφοράς δεν ίσχυαν στην Ελλάδα. 

Όμως στο αδιέξοδο του 2009-2010 δεν φτάσαμε μόνο λόγω της παραγωγικής μας ένδειας αλλά σε συνδυασμό με πληθώρα  δημοσιονομικών και άλλων  υστερήσεων. Τα φαινόμενα παρασιτικού κράτος, η ανεπάρκεια του πολιτικού μας συστήματος, η εκτεταμένη ανομία και ατιμωρησία αποσάθρωσαν την Ελλάδα, που έγινε έτσι ο πιο αδύναμος και ευαίσθητος κρίκος της Ε.Ε απέναντι στην παγκόσμια οικονομική κρίση.

Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι η προσαρμογή που έχουμε υποστεί από το 2010 είναι τόσο μεγάλη σε ένταση και τόσο γρήγορη σε ταχύτητα που ουσιαστικά οι αντιπαραγωγικές μας συνήθειες δεν έχουν προλάβει να αλλάξουν.  Επιπλέον, η αλήθεια είναι ότι παρά την όποια ρητορική αλλά και τις ειλικρινείς προσπάθειες πολλών,  δεν έχουμε βασιστεί  ως κράτος  και κοινωνία στην αλλαγή του παραγωγικού μας προτύπου για την έξοδο από την κρίση. Το εμπορικό ισοζύγιο  λ.χ έγινε για πρώτη φορά θετικό, λόγω μειωμένων εισαγωγών και αύξησης του τουρισμού (η παραδοσιακή βαριά βιομηχανία μας). 

Ξεκινώντας με τη βασική υπόθεση  ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι μέρος της Ευρωζώνης, τότε αυτό σημαίνει ότι θα επωφεληθεί της νέας επενδυτικής & αναπτυξιακής πολιτικής της Ένωσης που θα τροφοδοτήσει  την οικονομία, αρχικά όμως διαμέσου της κατανάλωσης. Αυτό βεβαίως δεν είναι αρνητικό, αλλά δεν είναι και αρκετό.

Αν μείνουμε σε ένα "restart" χωρίς να πραγματοποιηθεί "update", αν δηλαδή δεν προχωρήσουμε στην παραγωγική μας ανασυγκρότηση ώστε να μπορούμε να σταθούμε στις σημερινές και μελλοντικές προκλήσεις, αν αμελήσουμε ξανά τις ξένες επενδύσεις ή αρκεστούμε σε αυτές, η ανάπτυξη δεν θα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αποφέρει το κοινωνικό αντίκρισμα που θέλουμε και έχουμε ανάγκη (δραστική μείωση ανεργίας, κοινωνικό κράτος, ποιότητα περιβάλλοντος).  

Περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει την παραγωγική της υστέρηση ώστε να ξεπεράσει γοργά την οικονομική κρίση, την «ασφυξία» του μνημονίου και να συμβαδίσει με τις αναπτυγμένες οικονομικά και κοινωνικά χώρες της Ευρώπης.

Οι πρόχειρες σανίδες σωτηρίας του παρελθόντος δεν είναι πλέον διαθέσιμες,  ο επιφανειακός εκσυγχρονισμός δεν αποδίδει πια,  ο δανεισμός δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει την κατανάλωση όπως παλιά, οι παραδοσιακοί τομείς της οικονομίας δεν επαρκούν για την επανεκκίνηση της.

Παρά την «αναπτυξιολογία» στην οποία επιδόθηκε συνολικά το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία μας γενικότερα,  τα τελευταία τρία χρόνια τα ερωτήματα παραμένουν ανοικτά και αναπάντητα.

Θα αντιστραφεί η πτωτική τάση των δημόσιων επενδύσεων ή θα εξαρτώμεθα αποκλειστικά από κοινοτικά κονδύλια;

Θα έχουν αναπτυξιακό αντίκρισμα οι ιδιωτικοποιήσεις ή θα αποφέρουν μόνο πρόσκαιρα έσοδα;  
Ποιοι θα είναι οι τομείς που θα χρηματοδοτηθούν κατά προτεραιότητα;

Πως θα συμβιώσουν αποδοτικά μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις;

Πως θα γίνουμε ανταγωνιστικοί σε όρους ποιότητας προϊόντων-υπηρεσιών και όχι μείωσης  μισθών και υποβάθμισης εργασιακών συνθηκών;

Πως θα καταστήσουμε την έρευνα και την καινοτομία επίκεντρο της προσπάθειας μας;

Πως θα ενισχύσουμε την επιχειρηματικότητα  και τον υγιή ανταγωνισμό;


Χρόνια τώρα υφίσταται μια ιδιότυπη συμμαχία όλων όσων δεν θέλουν να βλέπουν τα πράγματα να αλλάζουν, ούτε  στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα και αυτό το πετυχαίνουν μέσω  της πόλωσης, που καταργεί τον ουσιαστικό διάλογο και παραλύει τη δυνατότητα για αποτελεσματική δράση.

 Για να δώσουμε τις βέλτιστες λύσεις στα αιτήματα των καιρών, έχουμε ανάγκη οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας να ξεφύγουν από την λογική του απόλυτου  καλού ή κακού, της συνολικής απόρριψης ή συναίνεσης και χωρίς βεβαίως να απεμπολήσουν τις βασικές τους αρχές,  να προσεγγίσουν σε βάθος και χωρίς δογματισμούς τα θέματα της πραγματικής οικονομίας.

Από τη πλευρά τους, οι σοσιαλδημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις γενικότερα και ειδικά το Πα.Σο.Κ, οφείλουν καταρχήν να ξεκαθαρίσουν, ότι παραμένουν στο στρατόπεδο εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που θέτουν ως προτεραιότητα τις αναδιανεμητικές πολιτικές και τη βελτίωση του κράτους ώστε αυτό να καταστεί το βασικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων της  βιώσιμης ανάπτυξη (κοινωνική συνοχή, οικονομική μεγέθυνση, προστασία περιβάλλοντος) .

Δυστυχώς οι αντιλήψεις ότι ο δημόσιος τομέας αποτελεί κίνδυνο, ότι οι κρατικές επενδύσεις πρέπει να περιορισθούν και ότι η μείωση των φόρων αποτελεί θετική μεταρρύθμιση, είναι κυρίαρχες στην κοινωνία και έχουν εμφιλοχωρήσει στα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η απάντηση σε έναν προβληματικό δημόσιο τομέα, είναι η αλλαγή και όχι η κατάργηση του. Οι κρατικές επενδύσεις μπορούν να αναζωογονήσουν μια οικονομία, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε κρίση όπως σήμερα. Χωρίς ικανούς αλλά δίκαιους φόρους ούτε αναδιανομή, ούτε κοινωνικό κράτος μπορούμε να έχουμε.

Ταυτόχρονα βεβαίως οφείλουμε να διακηρύξουμε ότι δεν μιλάμε για το γνωστό κράτος που βασανίζει τον Έλληνα πολίτη, άλλοτε με την ασφυκτική παρουσία του και άλλοτε με την αδικαιολόγητη απουσία του, αλλά για ένα κράτος «ευφυές» δηλαδή προσαρμοστικό, αποκεντρωμένο, δημοκρατικό και ικανό να μαθαίνει από τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζει.

Ένα κράτος που δεν ζει εις βάρος της κοινωνίας, αλλά φροντίζει για την ανάπτυξη, την αυτενέργεια και την αρμονική συμβίωση όλων των παραγωγικών και δημιουργικών δυνάμεων της χώρας.  



Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα: Μετεξέλιξη = Μεταρρύθμιση

Από τις εκλογές του 2009 μέχρι εκείνες του 2015 το ΠΑΣΟΚ στην κυριολεξία αποδεκατίστηκε.  Ταυτόχρονα, μέσα από την αντιμνημονιακή μήτρα γεννήθηκε ένα νέο πλειοψηφικό ρεύμα που κινήθηκε αντίστροφα με τη πορεία του ΠΑΣΟΚ  και σήμερα κρατά το τιμόνι της χώρας.

Δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς, αν αυτό είναι το τέλος μιας μακράς και εντυπωσιακής πορείας ενός κινήματος που αγαπήθηκε όσο κανένα από την πλειοψηφία των  Ελλήνων. Είναι όμως έτσι;

Παρά τον μακροχρόνιο κυβερνητισμό αυτή η εκλογική βύθιση  δεν ήταν αποτέλεσμα ενός κύκλου που κλείνει φυσιολογικά ως αποτέλεσμα μιας διαρκούς εκλογικής φθοράς και μιας σταδιακής απώλειας εμπιστοσύνης του λαού. Το Πα.Σο.Κ είχε ένα σοβαρότατο ατύχημα, όπως και η χώρα μας βέβαια.

Η Ελλάδα είχε την ατυχία να κυβερνηθεί το κρίσιμο διάστημα μετά την ένταξη μας στην ΟΝΕ, που έπρεπε γρήγορα να προχωρήσουμε σε βαθιές αλλαγές ώστε να συγκλίνουμε πραγματικά και όχι εικονικά με τις υπόλοιπες χώρες της ένωσης, από μια Ν.Δ που ενώ διακήρυξε την επανίδρυση του κράτους, απονέκρωσε κάθε δημιουργική ικμάδα σε κράτος και κοινωνία.

 Ταυτόχρονα το Πα.Σο.Κ που ανέλαβε λίγο πριν η χώρα προσκρούσει στα βράχια, δεν είχε το χρόνο αλλά και την οργανωτική ετοιμότητα να εφαρμόσει ένα νέο κύμα μεταρρυθμίσεων, από αυτά που  το είχαν κατοχυρώσει στη συνείδηση του Ελληνικού λαού ως μια δύναμη που μπορούσε να εμπιστευτεί.

 Ένα νέο κύμα μεταρρυθμίσεων που οφείλουμε να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό είχε ωριμάσει,  ως αποτέλεσμα της συσσωρευμένης αυτοκριτικής των προηγούμενων κυβερνητικών περιόδων του Πα.Σο.Κ  και των σύγχρονων αναγκών μιας Ευρωπαϊκής Ελλάδας. Πολλά από αυτά που θέλαμε να εφαρμόσουμε το 2009 είναι μέρος της λύσης που πρέπει να εφαρμόσει η χώρα μας για να ξεφύγει από την κρίση σήμερα.

Η πτώση ήταν καταρχήν νομοτελειακή συνέπεια της διεθνούς και ελληνικής οικονομική κρίσης, καθώς και των πολιτικών του μνημονίου που αναγκαστικά ακολουθήθηκαν. Η κατάσταση που ζήσαμε και ζούμε τα τελευταία χρόνια έχει πολλές σημαντικές ομοιότητες με μια χρεοκοπία (ύφεση, υψηλή ανεργία, πτώση βιοτικού επιπέδου) αλλά ταυτόχρονα έχει και κρίσιμες διαφορές (επάρκεια αγαθών, συνέχεια πληρωμών, διατήρηση της διεθνούς θέσης της χώρας ).  

Αν το Πα.Σο.Κ δεν είχε κρατήσει γερά το τιμόνι, η Ευρώπη θα είχε γίνει ακόμα μια «Χαμένη Πατρίδα» για τη χώρα μας, με ανυπολόγιστες ζημιές για την κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα θα ήμασταν πλήρως εκτεθειμένοι στους γεωπολιτικούς κινδύνους που ενδημούν στην περιοχή μας.

Το Πα.Σο.Κ αναγκάστηκε να βγάλει απότομα τη χώρα από την «εικονική πραγματικότητα» που βρισκόταν για να αποφύγουμε την εθνική καταστροφή της άτακτης  χρεοκοπίας, με συνέπεια να αντιμετωπίσει την άρνηση και την αντίδραση από το σύνολο του πολιτικού κόσμου και την μεγάλη πλειοψηφία του λαού. 

Αντίδραση δικαιολογημένη βεβαίως, όταν προέρχεται από ανθρώπους που έχασαν τη δουλειά τους και ζουν με το επίδομα ανεργίας ή που έχασαν λόγω μειώσεων και φορολογίας σημαντικό μέρος των εισοδημάτων τους.

Αδικαιολόγητη όμως, όταν προέρχεται από πολιτικές δυνάμεις και πολιτικούς που όπως οι χειρότεροι κερδοσκόποι, έπαιξαν με τη κοινωνική δυσαρέσκεια για να αποκομίσουν κομματικά οφέλη.

Στο ασφυκτικό πολιτικό τοπίο που διαμορφώθηκε θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε την αυτονόητη μα και φθοροποιό συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα, για να αποδώσουν οι θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά κυρίως την απλουστευτική ταύτιση στα μάτια μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης, της εκλογικής συρρίκνωσης του Πα.Σο.Κ με μια «ηθική καταδίκη», είτε αυτή εμφανίζεται στα πρόσωπα πρώην στελεχών είτε στο όνομα πραγμάτων που θα μπορούσαν να γίνουν και δεν έγιναν.

Ακόμα όμως και έτσι, δεν εξηγείται η σημερινή οριακή κατάσταση του Πα.Σο.Κ αν δεν συμπεριλάβουμε ακόμα μια παράμετρο. Το γεγονός ότι το Πα.Σο.Κ δεν κατάφερε να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του. Το κόμμα Πα.Σο.Κ που αναλαμβάνει το 2009 δεν ήταν ούτε ανοικτό, ούτε συμμετοχικό, ούτε δημοκρατικό. Με άλλα λόγια δεν ήταν ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό κόμμα και ως εκ τούτου έμεινε στο περιθώριο των εξελίξεων, με αποτέλεσμα να βαθύνει η απομάκρυνση του Πα.Σο.Κ από τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε γιατί πλέον αδυνατούσε να παράγει πολιτική.

Αυτή η περιθωριοποίηση του κόμματος Πα.Σο.Κ δεν άρθηκε την περίοδο 2012-2015, που σφραγίστηκε από τις αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου, για δυο κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι ότι το Πα.Σο.Κ συνεχίζει να είναι στην κυβέρνηση, για να ολοκληρωθεί η Εθνική προσπάθεια. Ο δεύτερος είναι ότι το Πα.Σο.Κ αναλώνεται πλήρως στην προσπάθεια , που αποφασίστηκε στο συνέδριο, να συνενώσει την πέραν του Πα.Σο.Κ  δημοκρατική παράταξη.  

Το κόμμα Πα.Σο.Κ συνεχίζει έτσι να μην παράγει πολιτική και αυτό έχει ως συνέπεια να χάσουμε το στίγμα μας εντός της κυβέρνησης συνεργασίας, αλλά και να μην μπορούμε να διαχειριστούμε την κρίση που εκδηλώθηκε με αφορμή την «Ελιά» στις Ευρωεκλογές και οδήγησε στη διάσπαση. Μια διάσπαση που βεβαίως είχε καθαρά προσωπικά χαρακτηριστικά, ήταν αδικαιολόγητη αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί αν το Πα.Σο.Κ είχε ενεργοποιήσει έγκαιρα τις σωστές πολιτικές διαδικασίες, είτε με τη μορφή Κ.Π.Ε είτε με τη μορφή συνεδρίου.  

Σήμερα είναι ανάγκη καταρχήν να συνειδητοποιήσουμε ότι παρά σαφή πρόθεση του Πα.Σο.Κ να συγκροτηθεί με συνεργατικό τρόπο μια μεγάλη κεντροαριστερή – προοδευτική συμπαράταξη , αυτό το ζήτημα λύνεται ανταγωνιστικά. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό τον πρώτο λόγο δεν το έχει κανένα από τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται κεντροαριστερά αλλά το κυβερνών κόμμα, ο Σύριζα που έχει κάνει «κατάληψη» του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας στη κοινωνία. Η ιδεολογική μετατόπιση του έχει ξεκινήσει και είναι φυσιολογικό να περιμένει κανείς ότι θα επιταχυνθεί από την άσκηση της διακυβέρνησης.

Αυτή η μετατόπιση όμως δεν θα μπορέσει να ολοκληρωθεί, γιατί έχει βασισθεί σε τεράστια ψέματα. Δυστυχώς σήμερα η χώρα βαδίζει σε τρίτο μνημόνιο και σιγά σιγά αποκαλύπτεται το μέγεθος της αντιμνημονιακής εξαπάτησης. Τα κοινωνικά στρώματα που εμπιστεύτηκαν τον Σύριζα βλέποντας σε αυτό ένα άλλο Πα.Σο.Κ, θα αποστασιοποιηθούν προβληματισμένα.   

Οι άλλες δυο σημαντικές δυνάμεις που απομένουν (εξαιρώ τις μη-κοινοβουλευτικές ΔΗΜΑΡ και ΚΙΔΗΣΟ) είναι το  Πα.Σο.Κ και το Ποτάμι που ανταγωνίζονται από διαφορετικές αφετηρίες. Το Ποτάμι είναι ένα αρχηγοκεντρικό προσωποπαγές κόμμα , χωρίς σαφές πολιτικό στίγμα, δομή και ρίζες στην κοινωνία. Το πλέον  πιθανό, είναι να διαγράψει μια πορεία όπως εκείνη της  ΔΗΜΑΡ εκτός εάν «τροφοδοτηθεί» από μια νέα , οριστική αυτή τη φορά, αποτυχία του Πα.Σο.Κ.

Το 10ο Συνέδριο είναι συνεπώς εξαιρετικά κρίσιμο, θα είναι το πρώτο βήμα είτε προς την επιτυχία είτε προς την αποτυχία. Είναι πιστεύω ανάγκη να επιβεβαιωθεί ο προγραμματικός και πολιτικός του χαρακτήρας και να μην αναλωθούμε είτε σε εκλογικές διαδικασίες, είτε σε καταστατικές αλλαγές που βεβαίως δεν είναι αντικείμενο καμιάς εισήγησης και δεν έχουν συζητηθεί στη βάση.

Η γνώμη μου είναι ότι όλες οι πολιτικές και οργανωτικές προτάσεις που υπάρχουν, οι εισηγήσεις, οι απόψεις των συνέδρων, των υποψηφίων προέδρων, θα πρέπει να ξανατεθούν σε διαβούλευση. Να δημιουργηθεί έτσι ένα πλούσιο πολιτικό υλικό ώστε μετά την εκλογή του προέδρου από τη βάση, σε ένα νέο συνέδριο, να πάρουμε τις αποφάσεις μας και να εκλέξουμε τα καθοδηγητικά όργανα που θα τις εφαρμόσουν.

Πιστεύω ότι τα μόνα που πρέπει να μείνουν όρθια στο Πα.Σο.Κ είναι ο Ήλιος και το όνομα του, και αυτό όχι λόγο κάποιας συναισθηματικής προσέγγισης - που δεν αρνούμαι προσωπικά-  αλλά επειδή εκείνο που έχει ανάγκη η χώρα μας σήμερα, δεν είναι αλλαγές περιτυλίγματος αλλά ουσίας και τέτοιες πρέπει να προωθήσουμε σε ένα πολιτικό κίνημα που φιλοδοξεί να παραμένει κοινωνικά χρήσιμο.

Ο ελληνικός λαός έχει ανάγκη από την παρουσία ενός προοδευτικού πολιτικού φορέα αυστηρού με τον εαυτό του, που δεν κρύβει τα λάθη του αλλά μαθαίνει απ΄ αυτά. Ενός πολιτικού οργανισμού σε διαρκή αλληλεπίδραση με τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, που δεν εξαρτάται από την εξουσία για να αλλάξει την πραγματικότητα. Σε αυτή την κατεύθυνση βλέπω και την μετεξέλιξη – μεταρρύθμιση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος.