Συγχωνεύσεις ΔΟΥ: Ανεξάρτητη ή Ανεξέλεγκτη η Αρχή Δημοσίων Εσόδων;

Σύμφωνα με τον ν. 4389/2016, συστάθηκε η Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) η οποία απολαμβάνει λειτουργική ανεξαρτησία, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή σε εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, καθώς και σε ιεραρχικό έλεγχο από τον Υπουργό Οικονομικών. 

Ο μόνος έλεγχος που υπάρχει είναι ο κοινοβουλευτικός σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, το σύνταγμα και τον κανονισμό της βουλής. Έλεγχος που δεν είναι ο συνήθης που γνωρίζουμε όλοι π.χ επερωτήσεις, αλλά αφορά διαδικασίες επιτροπών της βουλής και σύνταξη εκθέσεων.

Το σκεπτικό με το οποίο εκχωρήθηκε η ανεξαρτησία αυτή, ήταν η προστασία  πολύ σημαντικών ελέγχων και διαδικασιών (φορολογία, λαθρεμπόριο, έλεγχοι ποιότητας τροφίμων κ.α) από πολιτικές παρεμβάσεις και σκοπιμότητες. Μπορεί να υπήρχαν και άλλοι τρόποι για να πετύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά αυτό επιβλήθηκε τότε από τους δανειστές. Τι συμβαίνει τώρα όταν οι πράξεις της ΑΑΔΕ σε ότι αφορά τις συγχωνεύσεις ΔΟΥ επιδρούν αρνητικά στην ποιότητα της εξυπηρέτησης του πολίτη, όπως υποστηρίζουν πολλές τοπικές κοινωνίες; Πολιτική αντίδραση και έλεγχος δεν πρέπει να υπάρχουν στο όνομα της καλώς εννοούμενης ανεξαρτησίας της αρχής;

Προφανώς και η απάντηση είναι όχι. Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο υπουργός Οικονομικών οφείλουν να διατυπώσουν ανοιχτά θέση για το ζήτημα αυτό, τόσο σε ότι αφορά ιδιαίτερες περιπτώσεις συγχωνεύσεων/μετακινήσεων ΔΟΥ όσο και γενικότερα για τη χωροταξική κατανομή των φορολογικών υπηρεσιών της χώρας. Το βασικότερο είναι να μην παίζουμε με τις λέξεις και τις έννοιες. Δεν είναι δυνατόν να μετράμε το χρόνο εξυπηρέτησης του πολίτη/εργαζόμενου από τη στιγμή που θα ανοίξει την πόρτα μιας εφορίας και να αδιαφορούμε για το χρόνο και τη δυσκολία να φτάσει μέχρι εκεί. Έχουν κάθε δίκιο να διαμαρτύρονται δήμοι όπως λ.χ ο μεγάλος σε έκταση και πληθυσμό δήμος Αχαρνών που από Σεπτέμβρη πολίτες και επιχειρήσεις, είτε οι ίδιοι είτε μέσω των λογιστών τους ,θα πρέπει να μεταβαίνουν στον όχι και τόσο γειτονικό δήμο Αγ. Αναργύρων. Ανάλογα προβλήματα υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα.

Θεμιτός λοιπόν ο στόχος που περιορισμού του κόστους στέγασης της ΑΑΔΕ που προσεγγίζει τα 20 εκ. ευρώ το χρόνο, όμως εξίσου θεμιτό και λογικό είναι σε κάθε δήμο να υπάρχει φορολογική υπηρεσία όπως άλλωστε υπάρχουν ένα ή περισσότερα ΚΕΠ.  Ο ίδιος νόμος δίνει το δικαίωμα στο κράτος αλλά και στους δήμους να διαθέτουν κτήρια στην ΑΑΔΕ, οπότε μπορούν να βρεθούν λύσεις που να μειώνουν παράλληλα και το κόστος. 

Είναι δε αυτονόητο ότι με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τέτοιου είδους  τοπικά σημεία πρόσβασης θα μετασχηματιστούν και θα ατονήσουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάψουν να υπάρχουν, έστω και αν στο μέλλον φτάσουν να είναι απλώς ένα ή περισσότερα τερματικά απομακρυσμένης εξυπηρέτησης. Αυτό που χρειάζεται να κάνει λοιπόν ο υπουργός Οικονομικών είναι να θέσει ξεκάθαρα προς την ΑΑΔΕ τις προδιαγραφές της εξυπηρέτησης του πολίτη, στις οποίες οπωσδήποτε πρέπει να  συμπεριλαμβάνεται η υποχρέωση τοπικής παρουσίας της Αρχής. Οι προδιαγραφές αυτές μπορούν να δοθούν σύμφωνα με το νόμο, με τη μορφή των στρατηγικών προτάσεων και οδηγιών προς την Αρχή, σχετικά με το σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής.

Τέλος η Βουλή οφείλει να ενεργοποιήσει τις δυνατότητες ελέγχου που έχει, καλώντας σε ακρόαση την ΑΑΔΕ στα πλαίσια των αρμόδιων επιτροπών και ζητώντας αναφορά για την πολιτική της Αρχής σε σχέση με την εξυπηρέτηση του πολίτη. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί πως η εξυπηρέτηση του πολίτη μπορεί να μην είναι ο κύριος σκοπός της Αρχής, σαφώς όμως συμπεριλαμβάνεται στους στόχους της και ως εκ τούτου είναι ελέγξιμος ανά πάσα στιγμή. Είναι άλλο πράγμα να είναι ανεξάρτητη μια Αρχή και άλλο να λειτουργεί ανεξέλεγκτα και χωρίς κοινωνική λογοδοσία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την ΑΑΔΕ που συγκεντρώνει πρωτοφανή ισχύ για τα Ελληνικά αλλά και τα διεθνή δεδομένα