Σημειώσεις από την τοποθέτηση μου στην Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του Κινήματος Αλλαγής

Συντρόφισσες και σύντροφοι, 

Η σημερινή μας διαδικασία έχει σκοπό να πάμε από την ανάλυση και ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος ,στο προγραμματισμό των βασικών μας δράσεων, οι οποίες  θα αποτελέσουν και τον κορμό της δραστηριότητας μας στο χρονικό διάστημα που πρόκειται αυτές να καλύψουν. 

Ως προς τις εκλογές, θεωρώ ότι με αυτές έκλεισε ένας ευρύτερος κύκλος που περιλαμβάνει όλη την μνημονιακή περίοδο με τη μορφή που γνωρίσαμε την τελευταία δεκαετία και που σε πολιτικό επίπεδο ξεκινάει με την εκλογική βύθιση του ΠΑΣΟΚ κατά το πρώτο κύμα του μνημονίου, την ανάδυση του Σύριζα ως κύριο εκφραστή του αντιμνημονιακού μετώπου μετά τη στροφή της Ν.Δ που πρώτη εξέθρεψε το κλίμα αυτό, την αναρρίχηση του Σύριζα σε κυβέρνηση και την μετάλλαξη του σε μνημονιακή εμβρυουλκό της  μεταμνημονικής επιτροπείας της Ελλάδας και τέλος την ανάδειξη μιας αυτοδύναμης δεξιάς παράταξης. 

Σε ότι μας αφορά ο κύκλος αυτός, που οι περισσότεροι από εμάς τον έχουμε παρακολουθήσει από την αρχή, δεν ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η παράταξη μας όχι μόνο δεν κατάφερε να ανακτήσει την εκλογική επιρροή που είχε το 2012 αλλά έμεινε σε μονοψήφιο ποσοστό.  

Σε συνδυασμό με την αυτοδυναμία της Ν.Δ και τη συγκράτηση των ποσοστών του Σύριζα, σημαίνει ότι έχουμε να αντιπαλέψουμε την τάση για παγίωση ενός νέου δικομματισμού, με τον Σύριζα ως κύριο εκφραστή της εναλλακτικής, έναντι της Ν.Δ, κυβερνητικής λύσης.  

Όλες οι ηγεσίες της παράταξης έχουν μερίδιο για την εξέλιξη αυτή, αλλά βεβαίως πρέπει να επικεντρωθούμε στην περίοδο από το 2015 μέχρι σήμερα, μια περίοδο κατά την οποία απογυμνώθηκαν τα αντιμνηνομιακά ψεύδη αλλά παρόλα αυτά εμείς δεν καταφέραμε να αποκομίσουμε εκλογικά οφέλη. Και το ερώτημα είναι γιατί; 

Αν υπάρχουν 10 αιτίες για το φαινόμενο αυτό, 2 πιστεύω ότι έπαιξαν το σημαντικότερο ρόλο.  Η πρώτη αφορά τη σοβαρή αστοχία που είχαμε στο βασικό στρατηγικό μας πλάνο, εκείνο της ανασυγκρότησης της παράταξης μέσα από ένα νέο φορέα, και η δεύτερη, αφορά το πως διαχειριστήκαμε το ενδεχόμενο των μετεκλογικών συνεργασιών κατά τη διάρκεια των εκλογών.  

 Η στρατηγική αστοχία του νέου φορέα πραγματοποιήθηκε σε τρία διαδοχικά στάδια:  

Το πρώτο ήταν η απόφαση για παράκαμψη των συλλογικών διαδικασιών που αποφασίστηκαν στο συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που σαφώς περιελάμβαναν και τη διεξαγωγή του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ πριν την εκλογή προέδρου του νέου φορέα, μόνο και μόνο για να φέρουμε το Ποτάμι σε αυτή την προσπάθεια. Ανεξάρτητα από τις απόψεις που είχαμε διατυπώσει, και εγώ προσωπικά είχα επιχειρηματολογήσει υπέρ της λύσης ΠΑΣΟΚ & Νέος Φορέας , είχαμε συμφωνήσει  σε ένα δημοκρατικό μονοπάτι στο οποίο όμως τελικά δεν βαδίσαμε  

Το δεύτερο ήταν η απόφαση για παράκαμψη της βάσης κατά το ιδρυτικό συνέδριο του νέου φορέα, με διορισμό των κεντρικών οργάνων από υποψηφίους προέδρους και κόμματα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολιτικού μορφώματος που δεν είχε επαρκή δημοκρατική νομιμοποίηση, δεν μπορούσε να λάβει συλλογικές αποφάσεις, δεν είχε την ικανότητα να κινητοποιήσει τις δυνάμεις της παράταξης που επί πολύ καιρό ήταν αδρανοποιημένες περιμένοντας τη νέα εκκίνηση. 

 Και το τρίτο, ήταν η αποχώρηση του κου Θεοδωράκη, του Κου Θεοχαροπούλου κ.α με αφορμή τη θέση μας στο Σκοπιανό. 

Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να εξανεμιστούν πολύ γρήγορα οι προσδοκίες που είχαν καταγραφεί σαφώς πάνω από 10% πριν και μετά την εκλογή Προέδρου και να συζητάμε πάλι για το αν θα φτάσουμε σε διψήφιο ποσοστό ή όχι, κάτι που δεν έγινε κυρίως γιατί στο τέλος δώσαμε την εικόνα ενός κόμματος που δεν ήξερε πως να διαχειριστεί τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Εκ των υστέρων, πιστεύω ότι θα έπρεπε μετά το δεύτερο συνέδριο να εξειδικεύαμε στην Κεντρική Επιτροπή το πολιτικό πλαίσιο και  τη διαδικασία με την οποία θα αντιμετωπίζαμε τις μετεκλογικές συνεργασίες, ώστε να εκπέμψουμε μηνύματα σοβαρότητας και σιγουριάς στο ελληνικό λαό.     

Στο δια ταύτα λοιπόν: Έγιναν σημαντικά λάθη και το αποτέλεσμα έχει σκορπίσει αμφιβολίες σε ότι αφορά την προοπτική τόσο της Προέδρου, όσο και του φορέα. Πιστεύω ότι το καλύτερο θα ήταν η Πρόεδρος να διεκδικήσει άμεσα νέα και επίκαιρη εντολή από τα μέλη και τους φίλους μας, ανεξάρτητα από το αν αμφισβητείται ή όχι από τα κορυφαία στελέχη.  

Με αυτό το τρόπο θα είχαμε τα εξής πλεονεκτήματα για την παράταξη: 

- Θα αξιολογούσαμε (μέσω των υποψηφίων προέδρων, που θα είχαν πλέον ανοιχτά χαρτιά) όλες τις πολιτικές και οργανωτικές εναλλακτικές λύσεις για το Κίνημα Αλλαγής - ΠΑΣΟΚ και θα προέκυπτε σαφές πρόκριμα, ενόψει των συλλογικών διαδικασιών που επίκεινται ή που θα προέκυπταν αναγκαστικά (Συνέδριο ΠΑΣΟΚ - έκτακτο συνέδριο Κινήματος Αλλαγής). 

- Θα καταλήγαμε γρήγορα σε νέα ή ανανεωμένη ηγεσία, με τη στενότερη και την ευρύτερη έννοια, η οποία θα είχε ξεκάθαρο ορίζοντα 4ετίας και άνεση χρόνου να επιφέρει τις αλλαγές που επιθυμεί, καθώς αυτή θα αναμετριόταν με τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη και το Σύριζα του Τσίπρα.  

- Θα στεκόμασταν αποφασιστικά απέναντι στην προσπάθεια μετεξέλιξης του Σύριζα (κάτι που αφορά τους αμέσως επόμενους μήνες), δίνοντας από την αρχή το στίγμα της αντεπίθεσης. 

Βεβαίως άλλο οδικό χάρτη έχουμε μπροστά μας, πιο συμβατικό, ακόμα και αν συμπεριλάβουμε το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το οποίο μόνο ως πλήρες και σύμφωνο με το καταστατικό  του μπορούμε να διανοηθούμε εμείς τα μέλη του.  

Ακόμα και έτσι όμως μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε σε υπέρβαση και νέα προοπτική, αρκεί η πορεία αυτή να είναι μια ζωντανή και ζωηρή διαδρομή, με συνεργασίες αλλά και παραγωγικές συγκρούσεις, που θα καταλήξουν σε αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο και αυτό δεν είναι άλλο από τη νέα ηγετική ορμή, ικανή να επιφέρει στο μέλλον αυτό που σήμερα φαντάζει αδιανόητο