Πληθώρα εκτιμήσεων συγκλίνουν ότι
στο άμεσο μέλλον (με ορίζοντα το 2050), πάνω από το 80% του πληθυσμού
παγκοσμίως θα ζει σε αστικές περιοχές και το μεγαλύτερο μέρος αυτού, σε μεγάλες
πόλεις και μητροπολιτικά κέντρα.
Η τάση αυτή θέτει σε δοκιμασία την πόλη όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα , το
βλέπουμε άλλωστε στην καθημερινότητα μας από τώρα, καθώς έχει να διαχειριστεί
αυξημένες απαιτήσεις μετακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων, κατανάλωσης
ενέργειας, αποκομιδής απορριμμάτων, ασφάλειας κ.α.
Για να παρέχεται η ίδια αλλά και καλύτερη ποιότητα ζωής στους κατοίκους των
πόλεων, προκύπτει η ανάγκη αυξημένης αποδοτικότητας στην χρήση των πόρων,
δηλαδή η ανάγκη υιοθέτησης ευφυών -
προσαρμοστικών μεθόδων λειτουργίας και αποφάσεων.
Με τον όρο «Έξυπνη πόλη», συνοψίζεται μια στρατηγική πρόταση για την
βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων, που αναδεικνύει τις τεχνολογίες πληροφορικής και
επικοινωνιών (ΤΠΕ), ως μια νέα βασική
υποδομή-δίκτυο ανάλογη της ύδρευσης, της ενέργειας και των μεταφορών.
Μέσω της υποδομής αυτής μπορεί να «αντληθεί» αλλά και να διαδοθεί
ευφυΐα-γνώση, είτε από τεχνολογικές οντότητες (αισθητήρες, αλγόριθμοι) είτε από
τους ίδιους τους πολίτες σε ατομικό επίπεδο (smartphones –pc) ή δια μέσω
συλλογικών συνεργασιών.
Η μετάβαση σε αυτό το νέο μοντέλο οργάνωσης της πόλης, δεν είναι ούτε
αυτόματη ούτε «απαλλαγμένη» από επιλογές. Ήδη έχουν ξεχωρίσει δυο διαφορετικοί,
αλλά συμπληρωματικοί, δρόμοι σχεδιασμού και υλοποίησης: Ο ένας κινείται από την «κορυφή προς τη βάση»
και βασίζεται περισσότερο σε ολοκληρωμένες λύσεις και έργα, ενώ ο άλλος ξεκινά
από τη «βάση προς την κορυφή» και στηρίζεται περισσότερο στην συμμετοχή των
πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, η συνειδητοποίηση
ότι η συζήτηση περί έξυπνων πόλεων
γίνεται στην βάση της ανάγκης για ποιότητα ζωής και όχι κάποιας απόμακρης
τεχνο-ουτοπίας είναι απαραίτητη, ώστε να απομυθοποιηθεί ο όρος και να
προχωρήσουν αποτελεσματικά σχετικές πρωτοβουλίες σε κάθε δήμο.