«ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΗ»

Στις 28 Φεβρουαρίου έχουμε τη θλιβερή επέτειο της δολοφονίας ενός μεγάλου Σοσιαλδημοκράτη ηγέτη , πρωθυπουργού της Σουηδίας και φιλέλληνα, του Ούλοφ Πάλμε. Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη μου βρήκα μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του προς τη νεολαία του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ,(από το βιβλίο Ούλοφ Πάλμε – Το Σουηδικό Μοντέλο ΔΟΛ 1990), από την οποία ξεχώρισα κάποια αποσπάσματα τα οποία και σχολίασα με την ευκαιρία. Αν κάποιος ενδιαφέρεται μπορώ να του τη στείλω ολόκληρη. Νομίζω ότι όλοι όσοι νοιαζόμαστε για το παρόν και το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας, οφείλουμε να μαθαίνουμε από τα λαμπρά παραδείγματα ανθρώπων που χαρακτήρισαν τις καλύτερες στιγμές της...  

[Πολιτική είναι η βούληση για κάτι δημιουργικό. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική είναι η βούληση για αλλαγή , γιατί η αλλαγή υπόσχεται βελτίωση, τροφοδοτεί τη φαντασία, διεγείρει τα όνειρα και τα οράματα.]
Εισπράττουμε  την πολιτική περισσότερο ως τη βούληση για την κατάκτηση και της διαχείριση της εξουσίας. Στα πλαίσια αυτής της λογικής, όλα επιτρέπονται και δικαιολογούνται. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης, ο Πάλμε ορίζει θετικά την πολιτική ως δημιουργία και ιδιαίτερα την Σοσιαλδημοκρατική πολιτική ως την βούληση για αλλαγή. Είναι μια ριζικά διαφορετική νοοτροπία, που πιστεύω ότι αξίζει να την υπογραμμίσουμε.
[Συχνά συναντάμε τον ισχυρισμό ότι οι ιδεολογίες είναι νεκρές, ότι έχουν αποσυντεθεί σε μερικές φράσεις που πιθανόν να μπορούν να χρησιμεύουν για να μετατρέψουν τις απόψεις των ανθρώπων, αλλά που έχουν χάσει την ικανότητα τους να ανανεώνουν, να αφυπνίζουν και να διεγείρουν.]
Αν αυτά ειπώθηκαν 50 χρόνια πριν, τι πρέπει να πούμε σήμερα! Είναι ενδεικτικό όμως της ιδεολογικής κάμψης που εμφανίζεται τόσο από την αδιέξοδη εφαρμογή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις κομμουνιστικές χώρες, όσο και από τον «κορεσμό» ενός Σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου που βρίσκεται στο απόγειο του, στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Την συνέχεια την ξέρουμε. Νεοφιλελεύθερη παλινόρθωση,  ήττα του κομμουνισμού στα τέλη της δεκαετίας του 80, απονεύρωση και σταδιακή  ενσωμάτωση των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών από τη δεκαετία του 90 μέχρι σήμερα. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει μια συνολική εναλλακτική πολιτική ιδεολογία-επιστήμη, που να επεξεργάζεται τον μετασχηματισμό του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος.     
[Οι μαθητές στις κομμουνιστικές χώρες οφείλουν να παπαγαλίζουν εδάφια από τον Μάρξ και τον Λένιν, όπως εμείς παπαγαλίζαμε στα παιδικά μας χρόνια τους ψαλμούς. Τα αμερικανικά βιομηχανικά συγκροτήματα είναι υποχρεωμένα να διοχετεύουν γραφές, που κατά βάθος έχουν τις ίδιες παρωπίδες και μέσα από αυτές προσπαθούν να δικαιολογήσουν το ευαγγέλιο του ιδιωτικού κεφαλαίου.]
Αν κάποτε  η ξύλινη γλώσσα ήταν ιδιαίτερο προνόμιο των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, σήμερα δεν χρειάζεται παρά να ρίξουμε μια ματιά στα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τις οικονομικές ειδήσεις, για να καταλάβουμε τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό που κυριαρχεί. Δεν μπορεί όμως να κρυφτεί η οικονομική και πολιτική κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.  Ο ίδιος ο Πάλμε είχε προβλέψει ότι: «Στο τέλος της δεκαετίας του αιώνα θα έχουν διαλυθεί οι δυο στρατιωτικοί συνασπισμοί. Και από τα δυο συστήματα που κυριαρχούν τώρα στον κόσμο θα προκύψει ο δημοκρατικός σοσιαλισμός για να μπει στην τρίτη χιλιετηρίδα». Δικαιώθηκε εγκαίρως ως προς το πρώτο σκέλος, αναρωτιέται κανείς αν θα δικαιωθεί και ως προς το δεύτερο, ίσως με μια μικρή καθυστέρηση.
[Αν αφαιρέσουμε την μακροπρόθεσμη κατεύθυνση της βούλησης που στηρίζεται στη θεωρία και τις αξίες, κι αν αφαιρέσουμε την συναισθηματική πεποίθηση ως κινητήρια δύναμη, η πολιτική στις δημοκρατίες θα γίνει γκρίζα και θλιβερή. Πιθανόν μ’ αυτόν τον τρόπο, να μπορεί κανείς να επιφέρει σταδιακές βελτιώσεις, δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει κάτι διαφορετικό]…. [Η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει πως όταν οι λεγόμενοι πρακτικοί άνθρωποι απομακρύνουν την ιδεολογία από την πολιτική αρένα, τότε ανοίγει ο δρόμος για την σταδιακή κατάπτωση της πολιτικής στις δημοκρατίες.]
Δεν είναι σήμερα γκρίζα και θλιβερή η πολιτική στις Ευρωπαϊκές δημοκρατίες; Πως εξηγείται  η άνοδος των αντιδημοκρατικών και μισαλλόδοξων δυνάμεων; Χάνεται η εμπιστοσύνη στο δημοκρατικό σύστημα όταν αποδεικνύεται ανίκανο να λύσει προβλήματα, να ανταποκριθεί στις υλικές αλλά και ηθικές απαιτήσεις του λαού. Δεν αρνείται κανείς τη σημασία της πρακτικότητας, της εφαρμοσμένης πολιτικής, αλλιώς εύκολα πέφτουμε στην παγίδα του λαϊκισμού και της δημαγωγίας.  Όμως αν δεν υπηρετούμε  μακροπρόθεσμους στόχους, που να αφορούν ενδεχομένως την επόμενη γενιά, τότε οι παρεμβάσεις της πολιτικής είναι οριακές και ουσιαστικά αφήνουμε την κοινωνία να εξελίσσεται με βάση το νόμο του ισχυρού.     
 [Το αίσθημα της εξέγερσης ενάντια στην αδικία δεν γνωρίζει σύνορα. Συμβάλει περισσότερο παρά ποτέ στο να συνενώνει τη νέα γενιά στον αγώνα για την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξίας. Έτσι η ικανότητα του να ασπάζεται κανείς το καινούργιο, η βούληση για δραστηριοποίηση και αλληλεγγύη, πέρα από τα σύνορα, συνιστά ακριβώς την προάσπιση της έννοιας της ιδέας για τον άνθρωπο. Για τον σοσιαλισμό η ανθρώπινη αξία υπήρξε μια έννοια κατά πολύ ευρύτερη από την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ανθρώπινη αξία έχει συνδεθεί με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και την οργάνωση και δομή της κοινωνίας.]… [Αυτό που σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία έχει ενώσει τους σοσιαλιστές, ανεξάρτητα από διαφορές απόψεων σε άλλα θέματα είναι η απόρριψη της ταξικής κοινωνίας και η πάλη για ισότητα.]
Νομίζω ότι είναι ένα βασικό σημείο. Αν θεωρήσουμε δεδομένη ή ακόμα και αναγκαία την κοινωνική ανισότητα, τότε πολύ απλά έχουμε αλλάξει πολιτική τοποθέτηση, ακόμα και αν δεν το έχουμε καταλάβει.  Οι λέξεις μεταρρύθμιση, πρόοδος, εκσυγχρονισμός κ.α   έχουν νόημα στην σοσιαλδημοκρατία όταν περιγράφουν πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση των  κοινωνικών  ανισοτήτων και τη διεύρυνση του δημοκρατικού ελέγχου.  Όχι μόνο στα πλαίσια ενός κράτους, αλλά και εκτός των συνόρων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει σήμερα η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δυνατότητα να εφαρμοστεί κοινωνική πολιτική που να αφορά όλα τα κράτη της Ένωσης.  Οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές έχουν  μπροστά τους μια μεγάλη πρόκληση, που θα κρίνει πιστεύω και την τελική τύχη του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Είναι επίσης γνωστό, ότι πολλές φορές στο παρελθόν οι Σοσιαλιστικές θέσεις  υποχώρησαν  μπροστά στις εθνικές προτεραιότητες, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Χωρίς ωραιοποιήσεις, αλλά και με ορθή εκτίμηση των ιδιαίτερων συνθηκών , είναι ανάγκη να αναδεικνύονται τα σωστά συμπεράσματα για το μέλλον.
[Η ανάπτυξη αυτή (τεχνολογική) μας δίνει τη δυνατότητα να βελτιώσουμε τις συνθήκες ζωής και να εξαλείψουμε τις ανεπάρκειες της κοινωνίας. Και ας μην ξεχνάμε μας δίνει τη δυνατότητα να εξαλείψουμε επίσης την ταξική κοινωνία. Αλλά τον στόχο αυτό δεν μπορούμε να τον πετύχουμε αυτόματα. Χρειάζεται μια διαρκής ανάπτυξη της ιδεολογίας και ενίσχυση της θέλησης μας για αυτό.]
Την εποχή που εκφωνούσε ο Πάλμε αυτή την ομιλία, ολόκληρος ο κόσμος στεκόταν με δέος απέναντι στη μελλοντική τεχνολογική εξέλιξη και τις νέες παραγωγικές δυνατότητες. Αυτές που έχουμε σήμερα δηλαδή. Εκ των υστέρων  βλέπουμε,  ότι οι κοινωνικές ανισότητες όχι μόνο δεν έχουν εξαλειφθεί, αλλά έχουν οξυνθεί σε πολλές περιπτώσεις. Είναι φανερό, ότι αυτό οφείλεται στην ιδεολογική και πολιτική ύφεση των σοσιαλιστικών ιδεών και προδιαθέτουν αρνητικά για τις μελλοντικές εξελίξεις. Μπορούμε να αναπτύξουμε την ιδεολογική μας «τεχνολογία» σε ικανό επίπεδο, ώστε να αξιοποιήσουμε τις σημερινές και αυριανές παραγωγικές δυνατότητες, σε όφελος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος;   
[Πιστεύεται πως είναι δυνατόν να βγούμε και να πούμε στον κόσμο, ότι, η κοινωνία είναι απειλή για την ατομική ελευθερία; Ή πως ο δημόσιος τομέας αποτελεί κίνδυνο, οι κρατικές επενδύσεις πρέπει να περιορισθούν ή ότι η μείωση των φόρων αποτελεί μια από τις βασικότερες μας μεταρρυθμίσεις; Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, τότε θα περιπέσουμε σε μια απελπιστική αντίθεση ανάμεσα στις ιδέες μας και την πραγματικότητα, μια ανεπίλυτη σύγκρουση ανάμεσα στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων και την ικανότητα για πρακτική δράση.]
Δεν είπε κανένας ότι θα είναι εύκολο! Αυτό το απόσπασμα περιγράφει ακριβώς την απελπιστική αντίθεση ανάμεσα στις ιδέες και την πραγματικότητα στην οποία περιήλθε εντέλει η Σοσιαλδημοκρατία. Σήμερα η αντιλήψεις ότι ο δημόσιος τομέας αποτελεί κίνδυνο, ότι οι κρατικές επενδύσεις πρέπει να περιορισθούν και ότι οι μειώσεις των φόρων είναι μια θετική μεταρρύθμιση, είναι κυρίαρχες στην κοινωνία και έχουν εμφιλοχωρήσει στα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η απάντηση σε έναν προβληματικό δημόσιο τομέα, είναι η αλλαγή και όχι η κατάργηση του. Οι κρατικές επενδύσεις μπορούν να αναζωογονήσουν μια οικονομία, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε κρίση όπως σήμερα. Χωρίς ικανούς φόρους ούτε αναδιανομή, ούτε κοινωνικό κράτος μπορείς να έχεις. Μιλάω βέβαια για την γενική κατεύθυνση που βεβαίως ούτε ακυρώνει, ούτε εχθρεύεται τον ιδιωτικό τομέα και την υγιή επιχειρηματικότητα. Όμως,  η πραγματικότητα και η ιστορία μας δείχνει ότι αν θέλουμε μια δίκαιη κοινωνία, μόνο μέσα από τις δημόσιες και δημοκρατικές παρεμβάσεις μπορούμε να το πετύχουμε. 
[Από τη μία γνωρίζουμε τις δυσκολίες και τα προβλήματα, από την άλλη έχουμε συναίσθηση των δυνατοτήτων μας. Προχωρούμε προς το μέλλον με εργαλείο τη γνώση και κινητήρια δύναμη την πίστη. Και το χρέος δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί βαρύ. Γιατί σύντροφοι, πολιτική σημαίνει να θέλεις κάτι και να δημιουργείς.]

Εθνική Συνεννόηση για Αποτελεσματική Διαπραγμάτευση

Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση πέτυχε παράταση 4 μηνών ύστερα από την οποία θα αξιολογηθεί η λίστα Βαρουφάκη – Χαρδούβελη, ώστε η χώρα να λάβει την τελευταία δόση του προγράμματος και να τερματιστεί το Ευρωπαϊκό σκέλος του μνημονίου.

Το ερώτημα είναι, γιατί ξοδεύτηκε όλη η δύναμή που είχε η κυβέρνηση (νωπή λαϊκή εντολή, καλές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας, θετικό κλίμα για αλλαγές στην Ευρώπη) για να πετύχει την παράταση και όχι την ολοκλήρωση του προγράμματος.  

Αν όλο αυτό το κακόγουστο θέατρο που παίχτηκε στις τηλεοράσεις και στις πλατείες έγινε για να ρίξει «στάχτη στα μάτια» του σκληρού αντιμνημονιακού πυρήνα του Σύριζα, προφανώς απέτυχε, όπως δείχνουν οι δηλώσεις πολλών στελεχών του.

Αν πάλι έγινε για να ικανοποιηθεί η λαϊκή απαίτηση για σκληρή διαπραγμάτευση (όπως έχει αποτυπωθεί και σε δημοσκοπήσεις), είχε πράγματι μια πρόσκαιρη επιτυχία. Άξιζε άραγε;

Όπως και να έχει, τους επόμενους 4 μήνες βαδίζουμε με ασαφές πλαίσιο χρηματοδότησης  και σε συνθήκες δημοσιονομικής αβεβαιότητας, σε μια νέα διαπραγμάτευση που θα πραγματοποιηθεί λίγο πριν τη λήξη κρίσιμων ομολόγων της χώρας μας.

Ταυτόχρονα, ενώ δεν άνοιξε το θέμα της διευθέτησης του χρέους, θέσαμε τα 11 δις του Τ.Χ.Σ υπό τον πλήρη έλεγχο των Ευρωπαϊκών Θεσμών.  Είναι αυτό καλύτερο πλαίσιο διαπραγμάτευσης από εκείνο που είχαμε αμέσως μετά τις εκλογές;

Εντέλει, σε τι επιτέλους στοχεύουμε μετά τη λήξη της παράτασης; Πιστεύει κανείς ότι μπορούμε να πετύχουμε την  ανάπτυξη και την κοινωνική αποκατάσταση καλύτερα εντός ενός τρίτου μνημονίου, παρά εντός του πλαισίου μια κανονικής ευρωπαϊκής χώρας που χρηματοδοτείται από τις αγορές;

Για όλους αυτούς του λόγους , αλλά βεβαίως και ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού στις θυσίες του ελληνικού λαού, οφείλουν πρώτα η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης  να επιδιώξουν την Εθνική συνεννόηση.


Αν αυτό λάβει τη μορφή μιας Ομάδας Διαπραγμάτευσης ή πραγματοποιηθεί με άλλο τρόπο, είναι πραγματικά δευτερεύον. Σημασία έχει να προκύψουν οι συνθήκες για αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε καθεστώς σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης.